- λειπογνώμων
- λειπογνώμων, ον, gen. ονος,A lacking
γνώμονες 11.6
,οἶς IG22.1357
(iv B.C.), cf. Ister 53, Poll.1.182, Luc.Lex.6, EM4.4, Hscb (Freq. misspelt λιπογνώμων in codd.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γνώμονες 11.6
,οἶς IG22.1357
(iv B.C.), cf. Ister 53, Poll.1.182, Luc.Lex.6, EM4.4, Hscb (Freq. misspelt λιπογνώμων in codd.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λειπογνώμων — και λιπογνώμων, ον (Α) (για ζώα, ιδίως για υποζύγια) αυτός που τού λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η ηλικία του, γέρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ τού λείπω + γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ολιγο γνώμων, ορθο γνώμων. Ο τ. λιπογνώμων < θ.… … Dictionary of Greek
λειπογνώμων — lacking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειπογνώμονα — λειπογνώμων lacking neut nom/voc/acc pl λειπογνώμων lacking masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειπογνώμονας — λειπογνώμων lacking masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειπογνώμονες — λειπογνώμων lacking masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειπογνώμονος — λειπογνώμων lacking gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek
λιπογνώμων — λιπογνώμων, ὁ (Α) βλ. λειπογνώμων … Dictionary of Greek